Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

ΕΛΛΑΔΑ Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΩΝΑΣΗΔΩΝ.

Tα τελευταία 10 χρόνια, η χώρα δεν παρήγε τίποτα, πέρα από λαϊκά σταρ και παικταράδες. Ο Ντέμης κι η Βανδή ήταν η απάντησή μας στο ζεύγος Μπέκαμ και Βικτόρια. Sakis, ο Έλλην Ρίκι Μάρτιν, NIVO σε ρόλο λευκού μαγκίτη, Snoop Doggy Dog από τα προάστια. Fabulous Βίσση, Μαντόνα a la grec. Σόου ολκής, τις νύχτες στις μπουζουκλερί το πόπολο καρδιοχτυπούσε για τη στιγμή που θα πιάσει κι αυτό το μικρόφωνο, «δικό σας» φώναζε η φίρμα, πάμε όλοι μαζί, «έλα να μάθεις πώς είν’ η ζωή κι όλα τα ωραία μέχρι το πρωί». Αρκούσε ένα αόρατο πρόσταγμα για τα αγόρια να σηκώσουν τον γιακά από τον Hilfiger ή τον Ralph Lauren και να μεταμορ­φωθούν σε αλάνια-πρίγκιπες του βαλκανικού μας Μπελέρ. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις την κομμώ­τρια από την account manager, τη νοσοκόμα από τη μεγαλοεργολάβαινα ή τη γιατρέσσα, όλες τους ντυ­μένες Burberry πατόκορφα. Ένα εθνικό καρό μπαλ μασκέ, σαν το βιντεοκλίπ της Νατάσσας Θεοδωρί­δου, αυτό που είχε γυρίσει έξω από τα «Harrod’s».

Ήμασταν ο περιούσιος λαός της Ευρώπης. Η συ­νεισφορά μας στην ΟΝΕ, εκτός από πλαστά στατι­στικά στοιχεία κι επιδοτήσεις που γίνονταν χαρτο­πετσετάκια, ήταν οι δέκα τρόποι για να τσακίσεις την πιστωτική σου κάρτα κι ο φρέντο καπουτσίνο. Γάλα και παγάκια, δηλαδή, μέσα στον ζεστό εκ­χύλισμα, να χαρώ greek πατέντα! Επαρχιώτισσες φορτωμένες Galliano, όλοι Μύκονο, 3, 2, 1, «Βαρε­λάδικο». Χωριάτικη σαλάτα στα 10 ευρώ, ντομα­τίνια ιταλικά, φέτα δανέζικη, λάδι σικελιάνικο, δε γαμείς, η ζωή είναι πολύ μικρή, για να είναι θλιβε­ρή. Δεν παρήγαμε τίποτα. Ψαροταβέρνες έψηναν φαγκριά Σενεγάλης, σαμπανιέρες στην άμμο, ο lounge ήχος του παριζιάνικου hotel «Costes» αντι­λαλούσε στην Ξάνθη και τα Ψακούδια. Κατανάλω­ση μοχίτο σε τσανάκα, αντιστρόφως ανάλογη με την εθνική παραγωγή ζαχαρότευτλου. Ήμασταν η Κούβα της Μεσογείου, χωρίς τη μιζέρια του Φιντέλ Κάστρο. Ερωτιάρες λευκές μουλάτες στολισμένες με στρας t-shirt στάμπα των Rolling Stones τσάκι­ζαν μέση στα κλαμπ φλερτάροντας με ψωμωμένα ντερβισόπαιδα που φορούσαν φωσφοριζέ πουκά­μισα με σήμα Takeshi Kurosawa. Ούζο power και εκλεκτικός γιαπωνέζικος μαξιμαλισμός.
Πολιτικοί με προγούλια ρέμβαζαν στα πριβέ και κοιτούσαν τον λαό τους με λατρεία. Εκείνη τη διόρισαν σε ΔΕΚΟ, εκείνον τον είχαν αναλάβει ερ­γολαβία από τον στρατό, βοηθώντας τον, αντί να πάει σε μονάδα στον Έβρο, να γίνει ταϊστής που­λιών στο φυλάκιο Λυκαβηττού. Μετά τον βάφτισαν σταζέρ. Με το καλό, θα γινόταν και μόνιμος δημό­σιος υπάλληλος. Ήταν ωραία στον Παράδεισο.
 
Στις παραλίες τα κορίτσια διάβαζαν ζώδια, συντα­γές για τέλειο ριζότο φράουλα και μάσκες ομορφιάς με το αγγούρι στη μάπα, εννοείται πάντα εισαγόμε­νο. Ας πούμε, Ισπανίας. Ο Σημίτης ήταν ξενέρωτος, πολύ τεχνοκράτης, βρε παιδί μου, με τον Καραμανλή μπορούσες να παίξεις ένα τάβλι ή μια μπιρίμπα. Σε ενέπνεαν και αυτός και η καλή του: σύζυγος, μητέρα διδύμων, νηπιαγωγός, γιατρός, κάτοχος ντοκτορά, φιγουρίνι σκέτο, καλέ, πώς τα προλαβαί­νει; Τα αγόρια ξεκοκάλιζαν τα παραλειπόμενα των αθλητικών εφημερίδων. Πήραμε το Euro 2004 με τη μαγκιά μας, ταπώσαμε τα γερμανικά Πάντσερ και τους φλωρούμπες Σουηδούς δίχως σύστημα, χωρίς καμιά υποδομή, μόνο με τη λεβεντιά μας, ρεεε, τον γίγαντα Καραγκούνη και τη μέθοδο «γιούρια στον ταβλά με τα κουλούρια». Γιατί η Ελλάδα ποτέ δεν πέθαινε, δεν την έσκιαζε φοβέρα καμιά.
 
Ο Θέμος αναδείχτηκε σε πρότυπο επιτυχημένου πενηντάρη άντρα, εκπρόσωπος της γενιάς του πάρ’ τα όλα, του σεξιστικού άρρωστου χιούμορ και του κυνισμού, αλλά, come on, ήταν περικυκλωμένος από καλλίγραμμες γλάστρες, σχολίαζε βιντεάκια της κυρίας Λουκά, μετέδιδε σε αποκλειστικότητα τσόντες με τον Ζαχόπουλο, τον συνέλαβαν σε κάποια σύνορα με αδήλωτο χρήμα, μη σκας, όλοι έτσι κάνουν. Lakis Gavalas, σπα, νύχι-νύχι artists, style editor, features beauty editor, studio pilates, αυτοφωράκηδες, μποντιμπιλντεράδες σεκιούριτι, θυμάσαι τον πιπερωτή; Εκείνη τη θέση εργασίας στα ρέστο-μπαρ, όπου κομψευόμενος νέος σαν να είχε δραπετεύσει από διαφήμιση του Armani περιφερό­ταν στα τραπέζια ρωτώντας αν η κυρία θέλει πιπέρι Ινδίας ή ναπολιτάνικη παρμεζάνα στο πιάτο της. Λες και η κουλή δεν είχε χέρια για να τη βάλει μόνη της.
 
Απόλυτες ελληνίδες σταρ, μάνατζερ της χρονιάς, διαχειριστές ανθρώπινων πόρων, ρηξικέλευθες λύσεις ακόμα και για το μεταναστευτικό. Είχαμε τους Αφρικανούς για να πουλούν μαϊμού Gucci στα φτωχαδάκια, που δεν τους περίσσευε για authentic, αλλά θέλαν κι αυτά να πάρουν μερτικό από την ει­κόνα. Τις Βουλγάρες για να ξεσκατίζουν τη γιαγιά, τα Ουκρανά για να βγαίνουν τα γούστα στις καβάτζες του κάμπου, τα Αλβανά και τα Πακιστάνια για τα μπετά στα ημιυπαίθρια. Βάλε το αυθαίρετο, βάζω τη διακόσμηση, ιδέες και λύσεις. Μυκονιάτικο deep blue στο Άργος Ορεστικό, α λα Γκαουντί στο Νευρο­κόπι, country life στην Εικοσιφοινίσσα. Οι πατριώτες μπορούσαν να ζήσουν και να ονειρευτούν όπως οι αναγνώστριες της «Vogue», να ακολουθήσουν τις συμβουλές του «Wallpaper*». Plasma οθόνες στο σαλόνι μετέδιδαν ασπρόμαυρες ταινίες του Ξαν­θόπουλου. That was then, this is now, ήταν το μότο. Ζούσαμε τη ζωή στο μάξιμουμ, δεν υπήρχαν όρια, δε μετρούσε ο προορισμός, αλλά το ταξίδι. Τα τσι­τάτα της διαφήμισης, τα αστείρευτα αποθέματά μας σε θετική ενέργεια και η σωστή χωροθέτηση των σιντριβανιών με τους κανόνες του φενγκ σούι εγγυ­ώνταν το ατέρμονο της ελληνικής ευδαιμονίας.
 
Μπαλωμένοι δρόμοι, χιλιοφαγωμένα οδοστρώ­ματα, κλάιν μάιν, δε μασάμε. Η απάντησή μας στο λακκουβιασμένο και παρατημένο εθνικό δίκτυο ήταν τα 4Χ4 με τα και-γαμώ αμορτισέρ, «μία δεν καταλαβαίνει ο κώλος μου, ρε, φάση Καλιφόρνια λέμεεε». Και ποστάρισμα! Τρελό ποστάρισμα! About last night: ανέβαζαν τις φωτογραφίες της χθεσινής νύχτας στα ψηφιακά ευδαιμονικά τους λευκώματα κι όλοι είχαν να κάνουν ένα comment, να μοιραστούν μια φάση, ένα χαβαλέ, ένα «δεν παίζει», «δεν υπάρχεις», ένα «γκαγκάν».
 
Οι πιο ψαγμένοι, αντί για Μύκονο, έφευγαν Βαρκελώνη κι επέστρεφαν με μαλλί τζίβα. Γιατί παράλληλα με το εθνικό κιτς του βλαχώδους και βλακώδους mainstream, η πατρίδα απέκτησε και εναλλακτική κουλτούρα. Ακαλλιέργητα alternative τυπάκια και ανορθόγραφοι graffiti artists αντι­παρέβαλλαν μοντέλο ζωής προχώ με ισλανδικές γραμματοσειρές και νορβηγικό μίνιμαλ τέκνο. Για κάθε έναν δημόσιο υπάλληλο αντιστοιχούσε κι ένας dj, για κάθε συγγραφέα τύπου Παυλίνας Νάσι­ουτζικ που αναζητούσε τον έρωτα στα Βόρεια Προ­άστια, αναλογούσε και μια ανερχόμενη ηθοποιός πειραματικού σχήματος, που παρέλασε στην τελετή έναρξης πίσω από τη Μπιοργκ. All was full of love.
Ήμασταν μια χώρα που ζούσε σε παροιμιώδεις φαντασιακούς ρυθμούς. Και ξαφνικά, στοπ. Ανώμα­λη προσγείωση. ΔΝΤ. Φέρτε τα λεφτά πίσω. Τι έγινε; Χιούστον, Κεφαλάρι, Πανόραμα, Λάρισα, we have a problem. Η κίνκι συμβασιούχος των ρεπορτάζ του Star Channel από την Πάρο (η νέα Μύκονος) μετα­μορφώθηκε σε μελαγχολική άνεργη. Στο μπαρ του τρέντι μπάρμαν πατάει μόνο ο ΣΔΟΕ. Του γιαμπανά αγρότη τις επιδοτήσεις αυτό το αρχίδι ο Όλι Ρεν τώρα του τις ζητάει πίσω. Ελλάς, ρεεε, μας ζηλεύ­ουνε, συνωμοτούν εναντίον μας, δε μας πάνε μία, γιατί 10 χρόνια τώρα βγάζουμε τα καλύτερα talent shows, τα πιο ντιριντάχτα next top models, γιατί στα τραγούδια μας οι αετοί πεθαίνουν στον αέρα ελεύ­θεροι και δυνατοί, ενώ στα δικά τους άκου ξενε­ρωσιά: «They’re afraid of what they see. That’s the price that you all pay, our valued destiny comes to nothing, I can’t tell you where you’re going, I guess there is just no way of knowing».
 
New Order, ΔΝΤ, οι φάλαγγες της μαύρης νύ­χτας, οι πραιτοριανοί της νέας τάξης, οι δυνάμεις της καινούργιας Κατοχής, όπως τις αποκαλούν ο Λαζόπουλος και η Λιάνα. Λαέ, κουράγιο, μη σκύβεις το κεφάλι, η νέα τάξη θέλει… θέλει τι; Επι­στροφή στον Στάλιν; Αγροτικά κολχόζ στα Τρίκαλα και γκούλαγκ στο Νευροκόπι, όπου μόνο ο σύντρο­φος Μπογιόπουλος δικαιούται να αποφασίσει για πενθήμερη άδεια των κρατούμενων αστών που κερδοσκόπησαν εις βάρος του λαού; Γιατί και για τη Λιάνα και για τον Λάκη ο λαός είναι πάντα αθώος, ο λαός παρασύρεται από τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα. Ω Θεέ, μήπως εκτός από τα ανυπόφορα κλισέ του lifestyle, τα κλισέ για το προλεταριάτο και την πλουτοκρατία είναι πολύ πιο για τα μπάζα;
 
Τα τιμημένα γηρατειά, κάγκελο. Κοιτάζουν βουβά, απορούν, εξίστανται, είναι ανήμπορα να εξηγήσουν πώς ο γιος βγήκε χλιδάμπουρας, η νύφη μερακλού shopacholic και το εγγόνι φορώντας κουκούλα βγαί­νει στους δρόμους και τα σπάει. «Κάψτε τα όλα, κάψ­τε τα όλα», ούρλιαζε η υστερική φωνή, 4 νεκροί στη Marfin, σε αυτόν τον τόπο το κάψιμο ήταν, είναι και θα είναι το εθνικό μας σπορ. Στις μέρες της ευδαιμο­νίας καίγανε λεφτά και φιάλες ουίσκι. Στις μέρες της νέας σκλαβιάς καίνε ανθρώπους. «Να απεργούσαν, να ήταν μαζί μας, συμπαραστάτες στον ιερό και όσιο αγώνα μας, θέλουν να μας καταντήσουν Αργεντινή, αυτός είναι ο στόχος τους». Περίεργο! Σε αυτή τη χώρα πάντα δεν ήμασταν με τον Μαραντόνα; Οι μα­ντάμες που έβγαιναν στα κοσμικά δεν κόπιαραν τον κότσο, τη φιλανθρωπία και το total look της Εβίτα Περόν; Ο Τσίπρας δεν κανόνιζε να φέρει πετρέλαιο τον περσινό χειμώνα από τον παραδίπλα σύντροφο Ούγκο Τσάβες; Το steak δεν το θέλαμε καλοψημένο στην πέτρα α λα λατινοαμερικάνικα;
 
Το καλοκαίρι έρχεται βασανιστικά αργά. Αν ήταν σαν πέρσι, τέτοιες ώρες θα προσευχόμασταν για τον Αλκαίο στη Eurovision, θα κλείναμε τσάρτερ για να θαυμάσουμε τις γκολάρες στη Νότια Αφρι­κή, θα ξεροσταλιάζαμε μπροστά στα περίπτερα με τα αθλητικά πρωτοσέλιδα που θα υμνούσαν τα λιοντάρια, τους γενναίους, τα Ελληνόπουλα που πάντα βρίσκουν την άκρη. Φέτος μάλλον όχι. Κά­νουμε την αυτοκριτική μας; Δεν υπάρχει λόγος. Οι Έλληνες έχουν πάντα δίκιο, το σύμπαν φταίει που συνωμοτεί για να τους καταστρέψει, κι ας ο Κοέλιο τα τελευταία χρόνια μας δίδαξε το αντίθετο.
 
Το κείμενο είναι το editorial του Στέφανου Τσιτσόπουλου από το τρέχον SOUL